
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ
ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ
ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ
ΤΥΠΟΥ
Πειραιάς, 26 Οκτωβρίου 2004
ΔΕΛΤΙΟ
ΤΥΠΟΥ
ΘΕΜΑ: «
Αποτελέσματα
2ης Ημέρας του
Συμβουλίου
Υπουργών
Δικαιοσύνης
και Εσωτερικών
Υποθέσεων στο
Λουξεμβούργο»
Mάχη
για την
υπεράσπιση των
ζωτικών
συμφερόντων
της ελληνικής
ναυτιλίας και
την προστασία
των Ελλήνων
ναυτικών
δόθηκε κατά τη
δεύτερη ημέρα
σήμερα από τον
Υπουργό
Εμπορικής
Ναυτιλίας κ.
Μανώλη
Κεφαλογιάννη
στο Συμβούλιο
Υπουργών
Δικαιοσύνης
και Εσωτερικών
Υποθέσεων που
ολοκληρώθηκε
στο
Λουξεμβούργο.
Η
Ελλάδα
καταψήφισε την
πρόταση και τα
συμπεράσματα
της ολλανδικής
προεδρίας για
τη θαλάσσια
ρύπανση και δεν
δέχθηκε τη
διακριτική
μεταχείριση σε
βάρος των
Ελλήνων
ναυτικών και
την
ποινικοποίηση
της ναυτικής
εργασίας. Την
πρόταση
καταψήφισαν
επίσης η Κύπρος
και η Μάλτα.
Όπως
ανέφερε ο
Έλληνας
Υπουργός «η Ελλάδα, η
οικονομία της
οποίας
στηρίζεται σε
δύο πυλώνες – τη
ναυτιλία και
τον τουρισμό –
είναι γνωστό
ότι έχει ιδιαίτερες
ευαισθησίες
για την
προστασία του
θαλάσσιου
περιβάλλοντος.
Για τον λόγο
αυτό άλλωστε
η χώρα μας
διαθέτει
το
αυστηρότερο
νομοθετικό
πλαίσιο για τη
θαλάσσια
ρύπανση στην Ε.Ε.
Όμως αυτό δεν
δικαιολογεί
την τάση που
υπάρχει σε
ορισμένα κράτη-
μέλη να
οδηγηθεί η
εμπορική
ναυτιλία σε
μαρασμό και σε
οικονομική «αυτοκτονία».
Πρόκειται, όπως
πολύ εύστοχα
χαρακτηρίστηκε
στο Συμβούλιο,
για “ευρωπαϊκό μαζοχισμό”,
τη στιγμή που ο
κάθε
πλοιοκτήτης
μπορεί να
εγκαταλείψει
την ευρωπαϊκή
σημαία ανά πάσα
στιγμή, ενώ οι
εργαζόμενοι
στο πλοίο θα
υποστούν
αυστηρότατες
ποινικές
συνέπειες, κατά
παράβαση
διεθνών
συνθηκών, όπως
αυτή της MARPOL, του
Διεθνούς
Ναυτιλιακού
Οργανισμού (ΙΜΟ)
του 1978.
Η
Ελλάδα, η
Κύπρος και η
Μάλτα
καταψήφισαν
την απόφαση-πλαίσιο,
αναστέλλοντας
την ισχύ των
σχετικών
διατάξεων, αφού
για την έγκρισή
τους
απαιτείται
ομοφωνία.
Ο Υπουργός
Εμπορικής
Ναυτιλίας κ. Μανώλης
Κεφαλογιάννης
αναφερόμενος
στην εμμονή και
τις πιέσεις
ορισμένων
κρατών-μελών
όσον αφορά στην
υπερψήφιση της
συγκεκριμένης
απόφασης, τα
οποία όμως
(κράτη-μέλη) δεν
έχουν ζωτικά
συμφέροντα στο
χώρο της
ναυτιλίας, παρατήρησε
ότι «κάποιοι
θέλουν να
κάνουν
δημοφιλή
πολιτική στο
εσωτερικό των
χωρών τους με
τη δική μας
τσέπη».